- δειπνώ
- και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) [δείπνον]1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ.β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μουγ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», Θουκ.)2. τρώω, γευματίζωαρχ.1. καλώ κάποιον σε δείπνο2. τρώω το πρωινό μου, προγευματίζω («ἅμα δ' ἠσῑ φαινομένηφι δειπνήσας»)3. φρ. α) «δειπνῶ τὸ ἄριστον» — τρώω το βράδυ το κύριο γεύμα τής ημέραςβ) «δειπνῶ ἄρτον» — τρώω ξερό ψωμίγ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως παράσιτοςδ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις βάρος άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.